- εμπορευματογνωσία
- ηη εμπορευματολογία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμπορευματογνωσία — η εξάσκηση και ικανότητα στη σωστή εκτίμηση τής αξίας τών εμπορευμάτων (βλ. και εμπορευματολογία) … Dictionary of Greek
εμπορευματολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των εμπορευμάτων από εμπορική σκοπιά, η εμπορευματογνωσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)